ανάλαφρος
Greek
Declension
Declension of ανάλαφρος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανάλαφρος • | ανάλαφρη • | ανάλαφρο • | ανάλαφροι • | ανάλαφρες • | ανάλαφρα • |
genitive | ανάλαφρου • | ανάλαφρης • | ανάλαφρου • | ανάλαφρων • | ανάλαφρων • | ανάλαφρων • |
accusative | ανάλαφρο • | ανάλαφρη • | ανάλαφρο • | ανάλαφρους • | ανάλαφρες • | ανάλαφρα • |
vocative | ανάλαφρε • | ανάλαφρη • | ανάλαφρο • | ανάλαφροι • | ανάλαφρες • | ανάλαφρα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανάλαφρος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανάλαφρος, etc.) |
Synonyms
- ανάερος (anáeros)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.