ανάλατος
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /aˈna.la.tos/
- Hyphenation: α‧νά‧λα‧τος
Etymology 1
Inherited from Byzantine Greek ἀνάλατος (análatos). Morphologically, αν- (an-, “un-”) from -α (-a) privative + αλάτ(ι) n (alát(i), “salt”) + -ος (-os, suffix for adjectives).[1]
Adjective
ανάλατος • (análatos) m (feminine ανάλατη, neuter ανάλατο)
- unsalted, without salt
- (figuratively) bland, uninspiring
Declension
Declension of ανάλατος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανάλατος • | ανάλατη • | ανάλατο • | ανάλατοι • | ανάλατες • | ανάλατα • |
genitive | ανάλατου • | ανάλατης • | ανάλατου • | ανάλατων • | ανάλατων • | ανάλατων • |
accusative | ανάλατο • | ανάλατη • | ανάλατο • | ανάλατους • | ανάλατες • | ανάλατα • |
vocative | ανάλατε • | ανάλατη • | ανάλατο • | ανάλατοι • | ανάλατες • | ανάλατα • |
See also
- compare with: ανάλαδος (análados, “without oil”)
Etymology 2
Substantivised masculine of the #Adjective.[2]
Declension
References
- ανάλατος - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
- ανάλατος - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary [MGED online, 2009. letter α only], Centre for the Greek language
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.