αμοιβαίος
See also: ἀμοιβαῖος
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /a.miˈve.os/
- Hyphenation: α‧μοι‧βαί‧ος
Adjective
αμοιβαίος • (amoivaíos) m (feminine αμοιβαία, neuter αμοιβαίο)
- mutual, reciprocal
- Τα συναισθήματά τους είναι αμοιβαία.
- Ta synaisthímatá tous eínai amoivaía.
- Their feelings are mutual.
Declension
Declension of αμοιβαίος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αμοιβαίος • | αμοιβαία • | αμοιβαίο • | αμοιβαίοι • | αμοιβαίες • | αμοιβαία • |
genitive | αμοιβαίου • | αμοιβαίας • | αμοιβαίου • | αμοιβαίων • | αμοιβαίων • | αμοιβαίων • |
accusative | αμοιβαίο • | αμοιβαία • | αμοιβαίο • | αμοιβαίους • | αμοιβαίες • | αμοιβαία • |
vocative | αμοιβαίε • | αμοιβαία • | αμοιβαίο • | αμοιβαίοι • | αμοιβαίες • | αμοιβαία • |
Synonyms
- αμφοτεροβαρής (amfoterovarís)
- κοινός (koinós)
Related terms
- αμοιβαιότητα f (amoivaiótita, “mutuality”)
- αμοιβαίο κεφάλαιο n (amoivaío kefálaio, “unit trust”)
- and see: αμείβω (ameívo, “pay fee, recompense”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.