αμεριμνησία
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /a.me.ɾi.mniˈsi.a/
- Hyphenation: α‧με‧ρι‧μνη‧σί‧α
Noun
αμεριμνησία • (amerimnisía) f (plural αμεριμνησίες)
Declension
declension of αμεριμνησία
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | αμεριμνησία • | αμεριμνησίες • |
genitive | αμεριμνησίας • | αμεριμνησιών • |
accusative | αμεριμνησία • | αμεριμνησίες • |
vocative | αμεριμνησία • | αμεριμνησίες • |
Related terms
- αμέριμνος (amérimnos, “unconcerned”)
- and see: μεριμνώ (merimnó, “attend, take care of”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.