αμερικανικός κοκκινολαίμης
Greek
Noun
αμερικανικός κοκκινολαίμης • (amerikanikós kokkinolaímis) n (plural αμερικανικοί κοκκινολαίμηδες)
Declension
- see: αμερικανικός (amerikanikós) and κοκκινολαίμης (kokkinolaímis)
Related terms
- κοκκινολαίμης m (kokkinolaímis, “robin”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.