αμβλύνους
Greek
Declension
Declension of αμβλύνους
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αμβλύνους • | αμβλύνους • | αμβλύνουν • | αμβλύνοες • | αμβλύνοες • | αμβλύνοα • |
genitive | αμβλύνου • | αμβλύνου • | αμβλύνου • | αμβλυνόων • | αμβλυνόων • | αμβλυνόων • |
accusative | αμβλύνου • | αμβλύνου • | αμβλύνουν • | αμβλύνοες • | αμβλύνοες • | αμβλύνοα • |
vocative | αμβλύνους • | αμβλύνους • | αμβλύνουν • | αμβλύνοες • | αμβλύνοες • | αμβλύνοα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αμβλύνους, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αμβλύνους, etc.) |
Related terms
- see: αμβλύνω (amvlýno, “to blunt”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.