αμβλυωπικός
Greek
Adjective
αμβλυωπικός • (amvlyopikós) m (feminine αμβλυωπική, neuter αμβλυωπικό)
Declension
Declension of αμβλυωπικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αμβλυωπικός • | αμβλυωπική • | αμβλυωπικό • | αμβλυωπικοί • | αμβλυωπικές • | αμβλυωπικά • |
genitive | αμβλυωπικού • | αμβλυωπικής • | αμβλυωπικού • | αμβλυωπικών • | αμβλυωπικών • | αμβλυωπικών • |
accusative | αμβλυωπικό • | αμβλυωπική • | αμβλυωπικό • | αμβλυωπικούς • | αμβλυωπικές • | αμβλυωπικά • |
vocative | αμβλυωπικέ • | αμβλυωπική • | αμβλυωπικό • | αμβλυωπικοί • | αμβλυωπικές • | αμβλυωπικά • |
Related terms
- see: αμβλύνω (amvlýno, “to blunt”)
Further reading
- αμβλυωπία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.