αμβλυγώνιος
See also: ἀμβλυγώνιος
Greek
Etymology
Learned borrowing from Ancient Greek ἀμβλυγώνιος (amblugṓnios).
Adjective
αμβλυγώνιος • (amvlygónios) m (feminine αμβλυγώνια, neuter αμβλυγώνιο)
- (geometry) obtuse-angled
- Antonyms: οξυγώνιος (oxygónios), ορθογώνιος (orthogónios)
Declension
Declension of αμβλυγώνιος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αμβλυγώνιος • | αμβλυγώνια • | αμβλυγώνιο • | αμβλυγώνιοι • | αμβλυγώνιες • | αμβλυγώνια • |
genitive | αμβλυγώνιου • | αμβλυγώνιας • | αμβλυγώνιου • | αμβλυγώνιων • | αμβλυγώνιων • | αμβλυγώνιων • |
accusative | αμβλυγώνιο • | αμβλυγώνια • | αμβλυγώνιο • | αμβλυγώνιους • | αμβλυγώνιες • | αμβλυγώνια • |
vocative | αμβλυγώνιε • | αμβλυγώνια • | αμβλυγώνιο • | αμβλυγώνιοι • | αμβλυγώνιες • | αμβλυγώνια • |
Further reading
- αμβλυγώνιος - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
- Γωνία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.