αλλοιώσιμος
Greek
Adjective
αλλοιώσιμος • (alloiósimos) m (feminine αλλοιώσιμη, neuter αλλοιώσιμο)
- alterable, changeable (capable of being changed)
- susceptible to decomposition or adulteration
Declension
Declension of αλλοιώσιμος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αλλοιώσιμος • | αλλοιώσιμη • | αλλοιώσιμο • | αλλοιώσιμοι • | αλλοιώσιμες • | αλλοιώσιμα • |
genitive | αλλοιώσιμου • | αλλοιώσιμης • | αλλοιώσιμου • | αλλοιώσιμων • | αλλοιώσιμων • | αλλοιώσιμων • |
accusative | αλλοιώσιμο • | αλλοιώσιμη • | αλλοιώσιμο • | αλλοιώσιμους • | αλλοιώσιμες • | αλλοιώσιμα • |
vocative | αλλοιώσιμε • | αλλοιώσιμη • | αλλοιώσιμο • | αλλοιώσιμοι • | αλλοιώσιμες • | αλλοιώσιμα • |
Related terms
- see: αλλοιώνω (alloióno, “to change, to adulterate”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.