αλληλοβοήθεια
Greek
Etymology
αλληλο- (allilo-, “reciprocal, mutual”) + βοήθεια (voḯtheia, “aid, help”), calque of French entraide.[1][2]
Pronunciation
- IPA(key): /a.li.lo.voˈi.θi.a/
- Hyphenation: αλ‧λη‧λο‧βο‧ή‧θει‧α
Noun
αλληλοβοήθεια • (allilovoḯtheia) f (plural αλληλοβοήθειες)
- mutual aid
- Synonym: αλληλεγγύη (allilengýi)
Declension
declension of αλληλοβοήθεια
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | αλληλοβοήθεια • | αλληλοβοήθειες • |
genitive | αλληλοβοήθειας • | αλληλοβοηθειών • |
accusative | αλληλοβοήθεια • | αλληλοβοήθειες • |
vocative | αλληλοβοήθεια • | αλληλοβοήθειες • |
Related terms
- αλληλοβοηθητικός (allilovoïthitikós, “of mutual aid”)
- αλληλοβοηθούνται (allilovoïthoúntai, “to help each other”) αλληλοβοηθούμαι (allilovoïthoúmai) / αλληλοβοηθιέμαι (allilovoïthiémai)
- and see: αλλήλων (allílon, “of each other”) & βοήθεια f (voḯtheia, “aid, help”)
References
- αλληλοβοήθεια - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary [MGED online, 2009. letter α only], Centre for the Greek language
- αλληλοβοήθεια - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.