αλληθώρισμα
Greek
Declension
declension of αλληθώρισμα
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | αλληθώρισμα • | αλληθωρίσματα • |
genitive | αλληθωρίσματος • | αλληθωρισμάτων • |
accusative | αλληθώρισμα • | αλληθωρίσματα • |
vocative | αλληθώρισμα • | αλληθωρίσματα • |
Synonyms
- στραβισμός m (stravismós) (medical and more common term)
Related terms
- αλληθωρίζω (allithorízo, “to squint”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.