ακτιβισμός
Greek
Declension
declension of ακτιβισμός
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | ακτιβισμός • | ακτιβισμοί • |
genitive | ακτιβισμού • | ακτιβισμών • |
accusative | ακτιβισμό • | ακτιβισμούς • |
vocative | ακτιβισμέ • | ακτιβισμοί • |
Related terms
- ακτιβιστής m (aktivistís, “activist”)
- ακτιβίστρια f (aktivístria, “activist”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.