ακρογωνιαίος
See also: ἀκρογωνιαῖος
Greek
Etymology
Learnedly, from Hellenisti Koine Greek ἀκρογωνιαῖος (akrogōniaîos).[1] By surface analysis, ακρο- (akro-, “edge, tip”) + γωνιαίος (goniaíos, “angle related”)
Pronunciation
- IPA(key): /a.kɾo.ɣo.niˈe.os/
- Hyphenation: α‧κρο‧γω‧νι‧αί‧ος
Adjective
ακρογωνιαίος • (akrogoniaíos) m (feminine ακρογωνιαία, neuter ακρογωνιαίο)
- (figurative) fundamental found chiefly in the masculine gender in the phrase:
- ακρογωνιαίος λίθος (akrogoniaíos líthos, “cornerstone, quoin”)
- (literal) referring to a cornerstone
Declension
Declension of ακρογωνιαίος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακρογωνιαίος • | ακρογωνιαία • | ακρογωνιαίο • | ακρογωνιαίοι • | ακρογωνιαίες • | ακρογωνιαία • |
genitive | ακρογωνιαίου • | ακρογωνιαίας • | ακρογωνιαίου • | ακρογωνιαίων • | ακρογωνιαίων • | ακρογωνιαίων • |
accusative | ακρογωνιαίο • | ακρογωνιαία • | ακρογωνιαίο • | ακρογωνιαίους • | ακρογωνιαίες • | ακρογωνιαία • |
vocative | ακρογωνιαίε • | ακρογωνιαία • | ακρογωνιαίο • | ακρογωνιαίοι • | ακρογωνιαίες • | ακρογωνιαία • |
Derived terms
- ακρογωνιαίος λίθος m (akrogoniaíos líthos, “cornerstone”)
References
- ακρογωνιαίος - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.