ακροαματικότητα
Greek
Etymology
ακροαματικός (akroamatikós, “listening”) + -ότητα (-ótita).
Pronunciation
- IPA(key): /akɾoamatiˈkotita/
- Hyphenation: α‧κρο‧α‧μα‧τι‧κό‧τη‧τα
Noun
ακροαματικότητα • (akroamatikótita) f (plural ακροαματικότητες)
- (radio) listenership, ratings (number who listened to a certain programme)
- Synonyms: (TV) θεαματικότητα (theamatikótita), (TV) τηλεθεαματικότητα (tiletheamatikótita), (TV) τηλεθέαση (tilethéasi), (magazine, etc) αναγνωσιμότητα (anagnosimótita)
- Έχασε ακροαματικότητα όταν άλλαξε την ώρα μετάδοσης της εκπομπής τής.
- Échase akroamatikótita ótan állaxe tin óra metádosis tis ekpompís tís.
- She lost listeners when she changed the time she broadcast her show.
Declension
declension of ακροαματικότητα
case \ number | singular | plural | |
---|---|---|---|
nominative | ακροαματικότητα • | ακροαματικότητες • | |
genitive | ακροαματικότητας • | ακροαματικοτήτων • | |
accusative | ακροαματικότητα • | ακροαματικότητες • | |
vocative | ακροαματικότητα • | ακροαματικότητες • | |
The genitive plural is rarely used. |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.