ακριτικός
Greek
Etymology
Learned borrowing from Byzantine Greek ἀκριτικός (akritikós) from ἀκρίτ(ης) (akrít(ēs), “frontier soldier”) -from ἄκρα f (ákra, “edge”)- + -ικός (-ikós). Not to be confused with άκριτος (ákritos, “thoughtless”) and its root from κρίνω (kríno, “I judge”).
Pronunciation
- IPA(key): /a.kri.tiˈkos/
- Hyphenation: α‧κρι‧τι‧κός
Adjective
ακριτικός • (akritikós) m (feminine ακριτική, neuter ακριτικό)
- relating to frontier
- ακριτικά νησιά ― akritiká nisiá ― frontier islands
- relating to Byzantine frontiersmen, especially of the poetry about them
- ακριτική ποίηση ― akritikí poíisi ― acritic poetry
- ακριτικά τραγούδια ― akritiká tragoúdia ― acritic songs
Declension
Declension of ακριτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακριτικός • | ακριτική • | ακριτικό • | ακριτικοί • | ακριτικές • | ακριτικά • |
genitive | ακριτικού • | ακριτικής • | ακριτικού • | ακριτικών • | ακριτικών • | ακριτικών • |
accusative | ακριτικό • | ακριτική • | ακριτικό • | ακριτικούς • | ακριτικές • | ακριτικά • |
vocative | ακριτικέ • | ακριτική • | ακριτικό • | ακριτικοί • | ακριτικές • | ακριτικά • |
Related terms
Further reading
- ακριτικός - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary [MGED online, 2009. letter α only], Centre for the Greek language
- ακριτικός - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.