ακριβολόγος
Greek
Alternative forms
- ακριβόλογος (akrivólogos)
Adjective
ακριβολόγος • (akrivológos) m (feminine ακριβολόγος, neuter ακριβολόγο)
Declension
Declension of ακριβολόγος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακριβολόγος • | ακριβολόγος • | ακριβολόγο • | ακριβολόγοι • | ακριβολόγοι • | ακριβολόγα • |
genitive | ακριβολόγου • | ακριβολόγου • | ακριβολόγου • | ακριβολόγων • | ακριβολόγων • | ακριβολόγων • |
accusative | ακριβολόγο • | ακριβολόγο • | ακριβολόγο • | ακριβολόγους • | ακριβολόγους • | ακριβολόγα • |
vocative | ακριβολόγε • | ακριβολόγε • | ακριβολόγο • | ακριβολόγοι • | ακριβολόγοι • | ακριβολόγα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ακριβολόγος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ακριβολόγος, etc.) |
Related terms
- ακριβολογία f (akrivología, “scrupulousness”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.