ακρέμαστος
Greek
Adjective
ακρέμαστος • (akrémastos) m (feminine ακρέμαστη, neuter ακρέμαστο)
Declension
Declension of ακρέμαστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακρέμαστος • | ακρέμαστη • | ακρέμαστο • | ακρέμαστοι • | ακρέμαστες • | ακρέμαστα • |
genitive | ακρέμαστου • | ακρέμαστης • | ακρέμαστου • | ακρέμαστων • | ακρέμαστων • | ακρέμαστων • |
accusative | ακρέμαστο • | ακρέμαστη • | ακρέμαστο • | ακρέμαστους • | ακρέμαστες • | ακρέμαστα • |
vocative | ακρέμαστε • | ακρέμαστη • | ακρέμαστο • | ακρέμαστοι • | ακρέμαστες • | ακρέμαστα • |
Related terms
- κρεμώ (kremó, “to hang”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.