ακαταδεξία
See also: ακαταδεξιά
Greek
Alternative forms
- ακαταδεξιά (akatadexiá) (colloquial)
Pronunciation
- IPA(key): /a.ka.ta.ðeˈksi.a/
- Hyphenation: α‧κα‧τα‧δε‧ξί‧α
Declension
declension of ακαταδεξία
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | ακαταδεξία • | ακαταδεξίες • |
genitive | ακαταδεξίας • | ακαταδεξιών • |
accusative | ακαταδεξία • | ακαταδεξίες • |
vocative | ακαταδεξία • | ακαταδεξίες • |
Antonyms
- καταδεκτικότητα f (katadektikótita)
Related terms
- ακατάδεχτος (akatádechtos, “disdainful, haughty”), ακατάδεκτος (akatádektos) (formal)
- καταδεχτικός (katadechtikós), καταδεκτικός (katadektikós) (formal)
- καταδέχομαι (katadéchomai)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.