ακάματος
Greek
Etymology
From Ancient Greek ἀκάματος (akámatos).
Pronunciation
- IPA(key): /aˈka.ma.tos/
Adjective
ακάματος • (akámatos) m (feminine ακάματη, neuter ακάματο)
- tireless, indefatigable
- Synonym: ακούραστος (akoúrastos)
Declension
Declension of ακάματος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακάματος • | ακάματη • | ακάματο • | ακάματοι • | ακάματες • | ακάματα • |
genitive | ακάματου • | ακάματης • | ακάματου • | ακάματων • | ακάματων • | ακάματων • |
accusative | ακάματο • | ακάματη • | ακάματο • | ακάματους • | ακάματες • | ακάματα • |
vocative | ακάματε • | ακάματη • | ακάματο • | ακάματοι • | ακάματες • | ακάματα • |
Antonyms
- compare with: ακαμάτης m (akamátis, “idler, lazybones”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.