αιώνιος
See also: αἰώνιος
Greek
Adjective
αιώνιος • (aiónios) m (feminine αιώνια or αιωνία, neuter αιώνιο)
- eternal, everlasting, perpetual
- (figuratively) hard-wearing
Declension
Declension of αιώνιος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αιώνιος • | αιώνια • | αιώνιο • | αιώνιοι • | αιώνιες • | αιώνια • |
genitive | αιώνιου • | αιώνιας • | αιώνιου • | αιώνιων • | αιώνιων • | αιώνιων • |
accusative | αιώνιο • | αιώνια • | αιώνιο • | αιώνιους • | αιώνιες • | αιώνια • |
vocative | αιώνιε • | αιώνια • | αιώνιο • | αιώνιοι • | αιώνιες • | αιώνια • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αιώνιος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αιώνιος, etc.) | |||||
notes | There is a colloquial paroxytone feminine form αιωνία (aionía) |
Synonyms
- (hard-wearing): ανθεκτικός (anthektikós)
Related terms
- see: αιώνας m (aiónas, “century, eon, eternity”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.