αιχμηρός
Greek
Etymology
From αιχμή (aichmí, “point”).
Adjective
αιχμηρός • (aichmirós) m (feminine αιχμηρή, neuter αιχμηρό)
Declension
Declension of αιχμηρός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αιχμηρός • | αιχμηρή • | αιχμηρό • | αιχμηροί • | αιχμηρές • | αιχμηρά • |
genitive | αιχμηρού • | αιχμηρής • | αιχμηρού • | αιχμηρών • | αιχμηρών • | αιχμηρών • |
accusative | αιχμηρό • | αιχμηρή • | αιχμηρό • | αιχμηρούς • | αιχμηρές • | αιχμηρά • |
vocative | αιχμηρέ • | αιχμηρή • | αιχμηρό • | αιχμηροί • | αιχμηρές • | αιχμηρά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αιχμηρός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αιχμηρός, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αιχμηρότερος • | αιχμηρότερη • | αιχμηρότερο • | αιχμηρότεροι • | αιχμηρότερες • | αιχμηρότερα • |
genitive | αιχμηρότερου • | αιχμηρότερης • | αιχμηρότερου • | αιχμηρότερων • | αιχμηρότερων • | αιχμηρότερων • |
accusative | αιχμηρότερο • | αιχμηρότερη • | αιχμηρότερο • | αιχμηρότερους • | αιχμηρότερες • | αιχμηρότερα • |
vocative | αιχμηρότερε • | αιχμηρότερη • | αιχμηρότερο • | αιχμηρότεροι • | αιχμηρότερες • | αιχμηρότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αιχμηρότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αιχμηρότατος • | αιχμηρότατη • | αιχμηρότατο • | αιχμηρότατοι • | αιχμηρότατες • | αιχμηρότατα • |
genitive | αιχμηρότατου • | αιχμηρότατης • | αιχμηρότατου • | αιχμηρότατων • | αιχμηρότατων • | αιχμηρότατων • |
accusative | αιχμηρότατο • | αιχμηρότατη • | αιχμηρότατο • | αιχμηρότατους • | αιχμηρότατες • | αιχμηρότατα • |
vocative | αιχμηρότατε • | αιχμηρότατη • | αιχμηρότατο • | αιχμηρότατοι • | αιχμηρότατες • | αιχμηρότατα • |
Synonyms
- μυτερός (myterós)
Related terms
- see: αιχμή f (aichmí, “point, spearhead”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.