αισθητικός
See also: αἰσθητικός
Greek
Adjective
αισθητικός • (aisthitikós) m (feminine αισθητική, neuter αισθητικό)
- aesthetic
- Antonym: αντιαισθητικός (antiaisthitikós)
Declension
Declension of αισθητικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αισθητικός • | αισθητική • | αισθητικό • | αισθητικοί • | αισθητικές • | αισθητικά • |
genitive | αισθητικού • | αισθητικής • | αισθητικού • | αισθητικών • | αισθητικών • | αισθητικών • |
accusative | αισθητικό • | αισθητική • | αισθητικό • | αισθητικούς • | αισθητικές • | αισθητικά • |
vocative | αισθητικέ • | αισθητική • | αισθητικό • | αισθητικοί • | αισθητικές • | αισθητικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αισθητικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αισθητικός, etc.) |
Related terms
- see: αισθητική f (aisthitikí, “aethetics”)
Declension
declension of αισθητικός
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | αισθητικός • | αισθητικοί • |
genitive | αισθητικού • | αισθητικών • |
accusative | αισθητικό • | αισθητικούς • |
vocative | αισθητικέ • | αισθητικοί • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.