αισθαντικός
Greek
Declension
Declension of αισθαντικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αισθαντικός • | αισθαντική • | αισθαντικό • | αισθαντικοί • | αισθαντικές • | αισθαντικά • |
genitive | αισθαντικού • | αισθαντικής • | αισθαντικού • | αισθαντικών • | αισθαντικών • | αισθαντικών • |
accusative | αισθαντικό • | αισθαντική • | αισθαντικό • | αισθαντικούς • | αισθαντικές • | αισθαντικά • |
vocative | αισθαντικέ • | αισθαντική • | αισθαντικό • | αισθαντικοί • | αισθαντικές • | αισθαντικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αισθαντικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αισθαντικός, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αισθαντικότερος • | αισθαντικότερη • | αισθαντικότερο • | αισθαντικότεροι • | αισθαντικότερες • | αισθαντικότερα • |
genitive | αισθαντικότερου • | αισθαντικότερης • | αισθαντικότερου • | αισθαντικότερων • | αισθαντικότερων • | αισθαντικότερων • |
accusative | αισθαντικότερο • | αισθαντικότερη • | αισθαντικότερο • | αισθαντικότερους • | αισθαντικότερες • | αισθαντικότερα • |
vocative | αισθαντικότερε • | αισθαντικότερη • | αισθαντικότερο • | αισθαντικότεροι • | αισθαντικότερες • | αισθαντικότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αισθαντικότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αισθαντικότατος • | αισθαντικότατη • | αισθαντικότατο • | αισθαντικότατοι • | αισθαντικότατες • | αισθαντικότατα • |
genitive | αισθαντικότατου • | αισθαντικότατης • | αισθαντικότατου • | αισθαντικότατων • | αισθαντικότατων • | αισθαντικότατων • |
accusative | αισθαντικότατο • | αισθαντικότατη • | αισθαντικότατο • | αισθαντικότατους • | αισθαντικότατες • | αισθαντικότατα • |
vocative | αισθαντικότατε • | αισθαντικότατη • | αισθαντικότατο • | αισθαντικότατοι • | αισθαντικότατες • | αισθαντικότατα • |
Related terms
- see: αισθάνομαι (aisthánomai, “to feel, to sense”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.