αιρετικός
See also: αἱρετικός
Greek
Etymology
Learnedly, from Koine Greek αἱρετικός (hairetikós), the ancient sense: "able to choose", from αἱρέω (hairéō).
Also substantivised. [1][2]
Pronunciation
- IPA(key): /e.ɾe.tiˈkos/
- Hyphenation: αι‧ρε‧τι‧κός
Declension
Declension of αιρετικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αιρετικός • | αιρετική • | αιρετικό • | αιρετικοί • | αιρετικές • | αιρετικά • |
genitive | αιρετικού • | αιρετικής • | αιρετικού • | αιρετικών • | αιρετικών • | αιρετικών • |
accusative | αιρετικό • | αιρετική • | αιρετικό • | αιρετικούς • | αιρετικές • | αιρετικά • |
vocative | αιρετικέ • | αιρετική • | αιρετικό • | αιρετικοί • | αιρετικές • | αιρετικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αιρετικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αιρετικός, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αιρετικότερος • | αιρετικότερη • | αιρετικότερο • | αιρετικότεροι • | αιρετικότερες • | αιρετικότερα • |
genitive | αιρετικότερου • | αιρετικότερης • | αιρετικότερου • | αιρετικότερων • | αιρετικότερων • | αιρετικότερων • |
accusative | αιρετικότερο • | αιρετικότερη • | αιρετικότερο • | αιρετικότερους • | αιρετικότερες • | αιρετικότερα • |
vocative | αιρετικότερε • | αιρετικότερη • | αιρετικότερο • | αιρετικότεροι • | αιρετικότερες • | αιρετικότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αιρετικότερος", etc) |
Related terms
- see: αίρεση f (aíresi, “heresy”)
Declension
declension of αιρετικός
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | αιρετικός • | αιρετικοί • |
genitive | αιρετικού • | αιρετικών • |
accusative | αιρετικό • | αιρετικούς • |
vocative | αιρετικέ • | αιρετικοί • |
References
- αιρετικός - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary [MGED online, 2009. letter α only], Centre for the Greek language
- αιρετικός - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.