αιμομείκτης
Greek
Alternative forms
- αιμομείχτης m (aimomeíchtis)
Declension
declension of αιμομείκτης
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | αιμομείκτης • | αιμομείκτες • |
genitive | αιμομείκτη • | αιμομεικτών • |
accusative | αιμομείκτη • | αιμομείκτες • |
vocative | αιμομείκτη • | αιμομείκτες • |
Synonyms
- αδελφομίκτης m (adelfomíktis) (between siblings)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.