αιδοιολειχία
Greek
Noun
αιδοιολειχία • (aidoioleichía) f (plural αιδοιολειχίες)
- Alternative form of αιδοιολειξία (aidoioleixía)
Declension
declension of αιδοιολειχία
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | αιδοιολειχία • | αιδοιολειχίες • |
genitive | αιδοιολειχίας • | αιδοιολειχιών • |
accusative | αιδοιολειχία • | αιδοιολειχίες • |
vocative | αιδοιολειχία • | αιδοιολειχίες • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.