αθορύβητος
Greek
Adjective
αθορύβητος • (athorývitos) m (feminine αθορύβητη, neuter αθορύβητο)
Declension
Declension of αθορύβητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αθορύβητος • | αθορύβητη • | αθορύβητο • | αθορύβητοι • | αθορύβητες • | αθορύβητα • |
genitive | αθορύβητου • | αθορύβητης • | αθορύβητου • | αθορύβητων • | αθορύβητων • | αθορύβητων • |
accusative | αθορύβητο • | αθορύβητη • | αθορύβητο • | αθορύβητους • | αθορύβητες • | αθορύβητα • |
vocative | αθορύβητε • | αθορύβητη • | αθορύβητο • | αθορύβητοι • | αθορύβητες • | αθορύβητα • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.