αθεράπευτος
Greek
Adjective
αθεράπευτος • (atherápeftos) m (feminine αθεράπευτη, neuter αθεράπευτο)
Declension
Declension of αθεράπευτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αθεράπευτος • | αθεράπευτη • | αθεράπευτο • | αθεράπευτοι • | αθεράπευτες • | αθεράπευτα • |
genitive | αθεράπευτου • | αθεράπευτης • | αθεράπευτου • | αθεράπευτων • | αθεράπευτων • | αθεράπευτων • |
accusative | αθεράπευτο • | αθεράπευτη • | αθεράπευτο • | αθεράπευτους • | αθεράπευτες • | αθεράπευτα • |
vocative | αθεράπευτε • | αθεράπευτη • | αθεράπευτο • | αθεράπευτοι • | αθεράπευτες • | αθεράπευτα • |
Synonyms
- ανίατος (aníatos)
- αθεράπευτος (atherápeftos)
Related terms
- αθεράπευτα (atherápefta, “incurably”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.