αετίσιος
Greek
Adjective
αετίσιος • (aetísios) m (feminine αετίσια, neuter αετίσιο)
Declension
Declension of αετίσιος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αετίσιος • | αετίσια • | αετίσιο • | αετίσιοι • | αετίσιες • | αετίσια • |
genitive | αετίσιου • | αετίσιας • | αετίσιου • | αετίσιων • | αετίσιων • | αετίσιων • |
accusative | αετίσιο • | αετίσια • | αετίσιο • | αετίσιους • | αετίσιες • | αετίσια • |
vocative | αετίσιε • | αετίσια • | αετίσιο • | αετίσιοι • | αετίσιες • | αετίσια • |
Related terms
- see: αετός m (aetós, “eagle”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.