αερομεταφερόμενος
Greek
Etymology
αερο- (aero-, “aero-, air”) + μεταφερόμενος (metaferómenos, “being carried”, passive present participle).
Pronunciation
- IPA(key): /a.e.ɾo.me.ta.feˈɾo.me.nos/
- Hyphenation: α‧ε‧ρο‧με‧τα‧φε‧ρό‧με‧νος
Participle
αερομεταφερόμενος • (aerometaferómenos) m (feminine αερομεταφερόμενη, neuter αερομεταφερόμενο)
Declension
Declension of αερομεταφερόμενος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αερομεταφερόμενος • | αερομεταφερόμενη • | αερομεταφερόμενο • | αερομεταφερόμενοι • | αερομεταφερόμενες • | αερομεταφερόμενα • |
genitive | αερομεταφερόμενου • | αερομεταφερόμενης • | αερομεταφερόμενου • | αερομεταφερόμενων • | αερομεταφερόμενων • | αερομεταφερόμενων • |
accusative | αερομεταφερόμενο • | αερομεταφερόμενη • | αερομεταφερόμενο • | αερομεταφερόμενους • | αερομεταφερόμενες • | αερομεταφερόμενα • |
vocative | αερομεταφερόμενε • | αερομεταφερόμενη • | αερομεταφερόμενο • | αερομεταφερόμενοι • | αερομεταφερόμενες • | αερομεταφερόμενα • |
Related terms
- see: αερομεταφορέας m (aerometaforéas, “air carrier”)
Further reading
- αερομεταφερόμενος - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary [MGED online, 2009. letter α only], Centre for the Greek language
- αερομεταφερόμενος - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.