αδιόρατος
Greek
Adjective
αδιόρατος • (adióratos) m (feminine αδιόρατη, neuter αδιόρατο)
- faint, hardly perceptible, barely discernible
- ένα αδιόρατο χαμόγελο (a faint smile)
Declension
Declension of αδιόρατος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδιόρατος • | αδιόρατη • | αδιόρατο • | αδιόρατοι • | αδιόρατες • | αδιόρατα • |
genitive | αδιόρατου • | αδιόρατης • | αδιόρατου • | αδιόρατων • | αδιόρατων • | αδιόρατων • |
accusative | αδιόρατο • | αδιόρατη • | αδιόρατο • | αδιόρατους • | αδιόρατες • | αδιόρατα • |
vocative | αδιόρατε • | αδιόρατη • | αδιόρατο • | αδιόρατοι • | αδιόρατες • | αδιόρατα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αδιόρατος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αδιόρατος, etc.) |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.