αδικαιολόγητος

Greek

Adjective

αδικαιολόγητος • (adikaiológitos) m (feminine αδικαιολόγητη, neuter αδικαιολόγητο)

  1. unjustified
    Τα συνδικάτα είναι σε απεργία για τις αδικαιολόγητες περικοπές μισθών.
    Ta syndikáta eínai se apergía gia tis adikaiológites perikopés misthón.
    Trade unions are on strike against unjustified pay cuts.
  2. unjustifiable, inexcusable, indefensible
    Αδικαιολόγητη αεροπορική επιδρομή σκοτώνει 27 πολίτες.
    Adikaiológiti aeroporikí epidromí skotónei 27 polítes.
    Unjustifiable airstrike kills 27 civilians.

Declension

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.