αδικαιολόγητος
Greek
Adjective
αδικαιολόγητος • (adikaiológitos) m (feminine αδικαιολόγητη, neuter αδικαιολόγητο)
- unjustified
- Τα συνδικάτα είναι σε απεργία για τις αδικαιολόγητες περικοπές μισθών.
- Ta syndikáta eínai se apergía gia tis adikaiológites perikopés misthón.
- Trade unions are on strike against unjustified pay cuts.
- unjustifiable, inexcusable, indefensible
- Αδικαιολόγητη αεροπορική επιδρομή σκοτώνει 27 πολίτες.
- Adikaiológiti aeroporikí epidromí skotónei 27 polítes.
- Unjustifiable airstrike kills 27 civilians.
Declension
Declension of αδικαιολόγητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδικαιολόγητος • | αδικαιολόγητη • | αδικαιολόγητο • | αδικαιολόγητοι • | αδικαιολόγητες • | αδικαιολόγητα • |
genitive | αδικαιολόγητου • | αδικαιολόγητης • | αδικαιολόγητου • | αδικαιολόγητων • | αδικαιολόγητων • | αδικαιολόγητων • |
accusative | αδικαιολόγητο • | αδικαιολόγητη • | αδικαιολόγητο • | αδικαιολόγητους • | αδικαιολόγητες • | αδικαιολόγητα • |
vocative | αδικαιολόγητε • | αδικαιολόγητη • | αδικαιολόγητο • | αδικαιολόγητοι • | αδικαιολόγητες • | αδικαιολόγητα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αδικαιολόγητος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αδικαιολόγητος, etc.) |
Related terms
- αδικαιολογήτως (adikaiologítos, “unjustifiably, inexcusably”, adverb)
- αδικαιολόγητα (adikaiológita, “unjustifiably, inexcusably”, adverb)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.