αδιήγητος
Greek
Adjective
αδιήγητος • (adiígitos) m (feminine αδιήγητη, neuter αδιήγητο)
Declension
Declension of αδιήγητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδιήγητος • | αδιήγητη • | αδιήγητο • | αδιήγητοι • | αδιήγητες • | αδιήγητα • |
genitive | αδιήγητου • | αδιήγητης • | αδιήγητου • | αδιήγητων • | αδιήγητων • | αδιήγητων • |
accusative | αδιήγητο • | αδιήγητη • | αδιήγητο • | αδιήγητους • | αδιήγητες • | αδιήγητα • |
vocative | αδιήγητε • | αδιήγητη • | αδιήγητο • | αδιήγητοι • | αδιήγητες • | αδιήγητα • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.