αδιάβροχος
Greek
Adjective
αδιάβροχος • (adiávrochos) m (feminine αδιάβροχη, neuter αδιάβροχο)
- waterproof
- αδιάβροχο μπουφάν (waterproof jacket)
- αδιάβροχο ρολόι (waterproof watch)
Declension
Declension of αδιάβροχος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδιάβροχος • | αδιάβροχη • | αδιάβροχο • | αδιάβροχοι • | αδιάβροχες • | αδιάβροχα • |
genitive | αδιάβροχου • | αδιάβροχης • | αδιάβροχου • | αδιάβροχων • | αδιάβροχων • | αδιάβροχων • |
accusative | αδιάβροχο • | αδιάβροχη • | αδιάβροχο • | αδιάβροχους • | αδιάβροχες • | αδιάβροχα • |
vocative | αδιάβροχε • | αδιάβροχη • | αδιάβροχο • | αδιάβροχοι • | αδιάβροχες • | αδιάβροχα • |
Related terms
- αδιάβροχο n (adiávrocho, “raincoat”)
See also
- αδιαπέραστος (adiapérastos, “impermiable”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.