αδελφοποιτός
Greek
Alternative forms
- αδερφοποιτός m (aderfopoitós)
Pronunciation
- IPA(key): /a.ðel.fo.piˈtos/
- Hyphenation: α‧δελ‧φο‧ποι‧τός
Noun
αδελφοποιτός • (adelfopoitós) m (plural αδελφοποιτοί)
- (history, dated) blood brother or a close friend
- Synonyms: σταυραδερφός (stavraderfós), μπράτιμος (brátimos) (folksy)
Declension
declension of αδελφοποιτός
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | αδελφοποιτός • | αδελφοποιτοί • |
genitive | αδελφοποιτού • | αδελφοποιτών • |
accusative | αδελφοποιτό • | αδελφοποιτούς • |
vocative | αδελφοποιτέ • | αδελφοποιτοί • |
Further reading
- αδελφοποιτός - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.