αδελφικός
Greek
Alternative forms
- αδερφικός (aderfikós)
Declension
Declension of αδελφικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδελφικός • | αδελφική • | αδελφικό • | αδελφικοί • | αδελφικές • | αδελφικά • |
genitive | αδελφικού • | αδελφικής • | αδελφικού • | αδελφικών • | αδελφικών • | αδελφικών • |
accusative | αδελφικό • | αδελφική • | αδελφικό • | αδελφικούς • | αδελφικές • | αδελφικά • |
vocative | αδελφικέ • | αδελφική • | αδελφικό • | αδελφικοί • | αδελφικές • | αδελφικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αδελφικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αδελφικός, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδελφικότερος • | αδελφικότερη • | αδελφικότερο • | αδελφικότεροι • | αδελφικότερες • | αδελφικότερα • |
genitive | αδελφικότερου • | αδελφικότερης • | αδελφικότερου • | αδελφικότερων • | αδελφικότερων • | αδελφικότερων • |
accusative | αδελφικότερο • | αδελφικότερη • | αδελφικότερο • | αδελφικότερους • | αδελφικότερες • | αδελφικότερα • |
vocative | αδελφικότερε • | αδελφικότερη • | αδελφικότερο • | αδελφικότεροι • | αδελφικότερες • | αδελφικότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αδελφικότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδελφικότατος • | αδελφικότατη • | αδελφικότατο • | αδελφικότατοι • | αδελφικότατες • | αδελφικότατα • |
genitive | αδελφικότατου • | αδελφικότατης • | αδελφικότατου • | αδελφικότατων • | αδελφικότατων • | αδελφικότατων • |
accusative | αδελφικότατο • | αδελφικότατη • | αδελφικότατο • | αδελφικότατους • | αδελφικότατες • | αδελφικότατα • |
vocative | αδελφικότατε • | αδελφικότατη • | αδελφικότατο • | αδελφικότατοι • | αδελφικότατες • | αδελφικότατα • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.