αδήλωτος
Greek
Adjective
αδήλωτος • (adílotos) m (feminine αδήλωτη, neuter αδήλωτο)
- undeclared, unregistered, unreported
- Θα δημοσίευσε μια λίστα από 1.747 πλούσιων φορολογουμένων που είχαν εντοπιστεί με αδήλωτα εισοδήματα.
- Tha dimosíefse mia lísta apó 1.747 ploúsion forologouménon pou eíchan entopisteí me adílota eisodímata.
- It published a list of 1,747 wealthy taxpayers who were found to have undeclared income.
Declension
Declension of αδήλωτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδήλωτος • | αδήλωτη • | αδήλωτο • | αδήλωτοι • | αδήλωτες • | αδήλωτα • |
genitive | αδήλωτου • | αδήλωτης • | αδήλωτου • | αδήλωτων • | αδήλωτων • | αδήλωτων • |
accusative | αδήλωτο • | αδήλωτη • | αδήλωτο • | αδήλωτους • | αδήλωτες • | αδήλωτα • |
vocative | αδήλωτε • | αδήλωτη • | αδήλωτο • | αδήλωτοι • | αδήλωτες • | αδήλωτα • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.