αδέσμευτος
Greek
Adjective
αδέσμευτος • (adésmeftos) m (feminine αδέσμευτη, neuter αδέσμευτο)
- unattached, unmarried
- (politics) non-aligned, neutral
- αδέσμευτες χώρες ― adésmeftes chóres ― non-aligned countries
Declension
Declension of αδέσμευτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδέσμευτος • | αδέσμευτη • | αδέσμευτο • | αδέσμευτοι • | αδέσμευτες • | αδέσμευτα • |
genitive | αδέσμευτου • | αδέσμευτης • | αδέσμευτου • | αδέσμευτων • | αδέσμευτων • | αδέσμευτων • |
accusative | αδέσμευτο • | αδέσμευτη • | αδέσμευτο • | αδέσμευτους • | αδέσμευτες • | αδέσμευτα • |
vocative | αδέσμευτε • | αδέσμευτη • | αδέσμευτο • | αδέσμευτοι • | αδέσμευτες • | αδέσμευτα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αδέσμευτος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αδέσμευτος, etc.) |
Synonyms
- ουδέτερος (oudéteros, “neutral”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.