αγδίκιωτος
Greek
Alternative forms
- αγδίκητος (agdíkitos)
Adjective
αγδίκιωτος • (agdíkiotos) m (feminine αγδίκιωτη, neuter αγδίκιωτο)
- unrevenged, unavenged
- Synonym: ανεκδίκητος (anekdíkitos)
Declension
Declension of αγδίκιωτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγδίκιωτος • | αγδίκιωτη • | αγδίκιωτο • | αγδίκιωτοι • | αγδίκιωτες • | αγδίκιωτα • |
genitive | αγδίκιωτου • | αγδίκιωτης • | αγδίκιωτου • | αγδίκιωτων • | αγδίκιωτων • | αγδίκιωτων • |
accusative | αγδίκιωτο • | αγδίκιωτη • | αγδίκιωτο • | αγδίκιωτους • | αγδίκιωτες • | αγδίκιωτα • |
vocative | αγδίκιωτε • | αγδίκιωτη • | αγδίκιωτο • | αγδίκιωτοι • | αγδίκιωτες • | αγδίκιωτα • |
Related terms
- see: εκδίκηση f (ekdíkisi, “revenge”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.