αγαπημένος
Greek
Etymology
Perfect participle of αγαπιέμαι (agapiémai), passive voice of active αγαπάω/αγαπώ (“I love”). Inherited from Byzantine Greek ἀγαπημένος (agapēménos).
Pronunciation
- IPA(key): /aɣapiˈmenos/
- Hyphenation: α‧γα‧πη‧μέ‧νος
Participle
αγαπημένος • (agapiménos) m (feminine αγαπημένη, neuter αγαπημένο)
- dear, loved, beloved
- Αγαπητέ Γιάννη! Σου γράφω γιατί είμαστε αγαπημένοι φίλοι.
- Agapité Giánni! Sou gráfo giatí eímaste agapiménoi fíloi.
- Dear John! I am writing to you, because we are beloved friends.
- Αχ πατρίδα μου αγαπημένη! Δε θα σε ξαναδώ.
- Ach patrída mou agapiméni! De tha se xanadó.
- Aw, my beloved motherland! I shall never see you again.
- favourite (UK), favorite (US)
- Ποιος είναι ο αγαπημένος σου συγγραφέας;
- Poios eínai o agapiménos sou syngraféas?
- Who is your favourite writer?
Declension
Declension of αγαπημένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγαπημένος • | αγαπημένη • | αγαπημένο • | αγαπημένοι • | αγαπημένες • | αγαπημένα • |
genitive | αγαπημένου • | αγαπημένης • | αγαπημένου • | αγαπημένων • | αγαπημένων • | αγαπημένων • |
accusative | αγαπημένο • | αγαπημένη • | αγαπημένο • | αγαπημένους • | αγαπημένες • | αγαπημένα • |
vocative | αγαπημένε • | αγαπημένη • | αγαπημένο • | αγαπημένοι • | αγαπημένες • | αγαπημένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αγαπημένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αγαπημένος, etc.) |
Synonyms
Antonyms
- μισητός (misitós)
Derived terms
- αγαπημένα (agapiména, adverb)
- πολυαγαπημένος (polyagapiménos)
Related terms
- αγαπησιάρης (agapisiáris, “loveable, one who likes love”)
- αγαπησιάρικος (agapisiárikos, “loveable, one who likes love”)
- and see: αγαπάω (agapáo, “O love”)
Noun
αγαπημένος • (agapiménos) m (plural αγαπημένοι, feminine αγαπημένη)
- sweetheart
- (masculine) boyfriend
- (feminine) girlfriend
Declension
declension of αγαπημένος
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | αγαπημένος • | αγαπημένοι • |
genitive | αγαπημένου • | αγαπημένων • |
accusative | αγαπημένο • | αγαπημένους • |
vocative | αγαπημένε • | αγαπημένοι • |
Synonyms
- σχέση f (schési, “relationship”) (expression)
Related terms
- αγαπητικιά (agapitikiá, “lover”) (feminine)
- αγαπητικός (agapitikós, “lover”) (masculine)
- and see: αγαπάω (agapáo, “I love”)
Further reading
- αγαπημένος - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary [MGED online, 2009. letter α only], Centre for the Greek language
- αγαπημένος - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.