αβλέπτημα
Greek
Noun
αβλέπτημα
• (
avléptima
)
n
(
plural
αβλεπτήματα
)
oversight
,
lacuna
misprint
,
erratum
,
typo
,
lacuna
Declension
declension of αβλέπτημα
case
\
number
singular
plural
nominative
αβλέπτημα
•
αβλεπτήματα
•
genitive
αβλεπτήματος
•
αβλεπτημάτων
•
accusative
αβλέπτημα
•
αβλεπτήματα
•
vocative
αβλέπτημα
•
αβλεπτήματα
•
Synonyms
παρόραμα
n
(
parórama
)
Related terms
αβλεψία
f
(
avlepsía
,
“
carelessness
”
)
αβλεπτώ
(
avleptó
,
“
to overlook
”
)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.