αβησσυνιακός
Greek
Adjective
αβησσυνιακός • (avissyniakós) m (feminine αβησσυνιακή, neuter αβησσυνιακό)
- (dated) Abyssinian (currently: Ethiopian)
Declension
Declension of αβησσυνιακός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αβησσυνιακός • | αβησσυνιακή • | αβησσυνιακό • | αβησσυνιακοί • | αβησσυνιακές • | αβησσυνιακά • |
genitive | αβησσυνιακού • | αβησσυνιακής • | αβησσυνιακού • | αβησσυνιακών • | αβησσυνιακών • | αβησσυνιακών • |
accusative | αβησσυνιακό • | αβησσυνιακή • | αβησσυνιακό • | αβησσυνιακούς • | αβησσυνιακές • | αβησσυνιακά • |
vocative | αβησσυνιακέ • | αβησσυνιακή • | αβησσυνιακό • | αβησσυνιακοί • | αβησσυνιακές • | αβησσυνιακά • |
Related terms
- see: Αβησσυνία f (Avissynía, “Abyssinia”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.