αβασάνιστος
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /ɐ.vɐˈsɐˑ.ni.stos/
- Hyphenation: α‧βα‧σά‧νι‧στος
Adjective
αβασάνιστος • (avasánistos) m (feminine αβασάνιστη, neuter αβασάνιστο)
- rash, unthinking
- unbothered, untortured
- unplanned, badly thought out
- Δεν είναι ποτέ σοφό να έχουμε αβασάνιστες απόψεις.
- Den eínai poté sofó na échoume avasánistes apópseis.
- It's never wise to have opinions not well thought-out .
Declension
Declension of αβασάνιστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αβασάνιστος • | αβασάνιστη • | αβασάνιστο • | αβασάνιστοι • | αβασάνιστες • | αβασάνιστα • |
genitive | αβασάνιστου • | αβασάνιστης • | αβασάνιστου • | αβασάνιστων • | αβασάνιστων • | αβασάνιστων • |
accusative | αβασάνιστο • | αβασάνιστη • | αβασάνιστο • | αβασάνιστους • | αβασάνιστες • | αβασάνιστα • |
vocative | αβασάνιστε • | αβασάνιστη • | αβασάνιστο • | αβασάνιστοι • | αβασάνιστες • | αβασάνιστα • |
Related terms
- αβασάνιστα (avasánista, “unthinkingly”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.