έκτρωση
Greek
Noun
έκτρωση
• (
éktrosi
)
f
(
plural
εκτρώσεις
)
(
medicine
)
abortion
(induced abortion)
Declension
declension of έκτρωση
case
\
number
singular
plural
nominative
έκτρωση
•
εκτρώσεις
•
genitive
έκτρωσης
•
εκτρώσεων
•
accusative
έκτρωση
•
εκτρώσεις
•
vocative
έκτρωση
•
εκτρώσεις
•
Older or formal genitive singular:
εκτρώσεως
•
Synonyms
άμβλωση
f
(
ámvlosi
,
“
abortion
”
)
αποβολή
f
(
apovolí
,
“
spontaneous abortion
”
)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.