άσωτος
See also: ἄσωτος
Greek
Etymology
From Ancient Greek ἄσωτος (ásōtos).
Adjective
άσωτος • (ásotos) m (feminine άσωτη, neuter άσωτο)
Declension
Declension of άσωτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άσωτος • | άσωτη • | άσωτο • | άσωτοι • | άσωτες • | άσωτα • |
genitive | άσωτου • | άσωτης • | άσωτου • | άσωτων • | άσωτων • | άσωτων • |
accusative | άσωτο • | άσωτη • | άσωτο • | άσωτους • | άσωτες • | άσωτα • |
vocative | άσωτε • | άσωτη • | άσωτο • | άσωτοι • | άσωτες • | άσωτα • |
Related terms
- άσωτος υιός m (ásotos yiós, “prodigal son”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.