άστικτος
Greek
Adjective
άστικτος • (ástiktos) m (feminine άστικτη, neuter άστικτο)
- unstigmatised (UK), unstigmatized (US)
- Synonym: αστιγμάτιστος (astigmátistos)
- (typography) unpunctuated
Declension
Declension of άστικτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άστικτος • | άστικτη • | άστικτο • | άστικτοι • | άστικτες • | άστικτα • |
genitive | άστικτου • | άστικτης • | άστικτου • | άστικτων • | άστικτων • | άστικτων • |
accusative | άστικτο • | άστικτη • | άστικτο • | άστικτους • | άστικτες • | άστικτα • |
vocative | άστικτε • | άστικτη • | άστικτο • | άστικτοι • | άστικτες • | άστικτα • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.