άσβεστος
See also: ἄσβεστος
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /ˈa.zve.stos/
- Hyphenation: ά‧σβε‧στος
Adjective
άσβεστος • (ásvestos) m (feminine άσβεστη, neuter άσβεστο)
- inextinguishable, always burning
- Synonym: άσβηστος (ásvistos)
- Antonyms: σβησμένος (svisménos), σβηστός (svistós)
Declension
Declension of άσβεστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άσβεστος • | άσβεστη • | άσβεστο • | άσβεστοι • | άσβεστες • | άσβεστα • |
genitive | άσβεστου • | άσβεστης • | άσβεστου • | άσβεστων • | άσβεστων • | άσβεστων • |
accusative | άσβεστο • | άσβεστη • | άσβεστο • | άσβεστους • | άσβεστες • | άσβεστα • |
vocative | άσβεστε • | άσβεστη • | άσβεστο • | άσβεστοι • | άσβεστες • | άσβεστα • |
Related terms
- ακατάσβεστος (akatásvestos)
- ακατάσβηστος (akatásvistos)
- αναπόσβεστος (anapósvestos)
- and see: σβήνω (svíno, “put out”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.