άπτερος
Greek
Alternative forms
- άφτερος (áfteros) (colloquial)
Declension
Declension of άπτερος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άπτερος • | άπτερος • / άπτερη • | άπτερο • | άπτεροι • | άπτεροι • / άπτερες • | άπτερα • |
genitive | άπτερου • | άπτερου • / άπτερης • | άπτερου • | άπτερων • | άπτερων • | άπτερων • |
accusative | άπτερο • | άπτερο • / άπτερη • | άπτερο • | άπτερους • | άπτερους • / άπτερες • | άπτερα • |
vocative | άπτερε • | άπτερε • / άπτερη • | άπτερο • | άπτεροι • | άπτεροι • / άπτερες • | άπτερα • |
Related terms
- see: φτερό n (fteró, “wing”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.