άνους
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /ˈa.nus/
- Hyphenation: ά‧νους
Adjective
άνους • (ánous) m (feminine άνους, neuter άνουν)
Declension
Declension of άνους
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άνους • | άνους • | άνουν • | άνοες • | άνοες • | άνοα • |
genitive | άνου • | άνου • | άνου • | ανόων • | ανόων • | ανόων • |
accusative | άνου • | άνου • | άνουν • | άνοες • | άνοες • | άνοα • |
vocative | άνους • | άνους • | άνουν • | άνοες • | άνοες • | άνοα • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.