άγραφος
See also: ἄγραφος
Greek
Alternative forms
- άγραφτος (ágraftos)
Etymology
From Ancient Greek ἄγραφος (ágraphos).
Pronunciation
- IPA(key): /aˈɣrafos/
- Hyphenation: ά‧γρα‧φος
Adjective
άγραφος • (ágrafos) m (feminine άγραφη, neuter άγραφο)
Declension
Declension of άγραφος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άγραφος • | άγραφη • | άγραφο • | άγραφοι • | άγραφες • | άγραφα • |
genitive | άγραφου • | άγραφης • | άγραφου • | άγραφων • | άγραφων • | άγραφων • |
accusative | άγραφο • | άγραφη • | άγραφο • | άγραφους • | άγραφες • | άγραφα • |
vocative | άγραφε • | άγραφη • | άγραφο • | άγραφοι • | άγραφες • | άγραφα • |
Related terms
- Άγραφα (Ágrafa), a mountainous region of Greece so named because it was unwritten on maps
- αυτό είναι απ' τ' άγραφα! (aftó eínai ap' t' ágrafa!, “this is totally unexpected, unprecedented and weird”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.